- δίης
- δίεμαιspeedpres ind act 2nd sgδί̱ης , δῖοςheavenlyfem gen sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διῆς — διά εἰμί sum imperf ind act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δίης — Δίη fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίος — δῑος, ῑα, ῑον (Α) Ι. 1. αυτός που κατάγεται από τον Δία ή ανήκει στον Δία 2. (για θεούς) θείος, λαμπρός («δῑα θεάων, δῑος δαίμων») 3. (για ανθρ.) ευγενής, ένδοξος («Πηνελόπη δῑα γυναικῶν») 4. (για ανθρ. με ψυχική ανωτερότητα) ευγενής στην ψυχή,… … Dictionary of Greek
κυδίης — κῡδίης , κυδιάω bear oneself proudly imperf ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λυδίης — Λύδιος of Lydia fem gen sg (epic ionic) Λῡδίης , Λυδία a history of Lydia fem gen sg (epic ionic) Λυδίης masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδίῃς — ἴδιος one s own fem dat pl (epic ionic) ἰ̱δίῃς , ἰδίω sweat pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)